κιλό ή χιλιόγραμμο

κιλό ή χιλιόγραμμο
(kilo). Διεθνής μονάδα μέτρησης μάζας και βάρους. Υποδιαιρείται σε 1.000 γραμμάρια και συμβολίζεται διεθνώς με kg. Παλαιότερα, το χιλιόγραμμο οριζόταν ως η μάζα μιας κυβικής παλάμης (ή ενός λίτρου) αποσταγμένου ύδατος, θερμοκρασίας 4°C. Σήμερα ορίζεται ως η μάζα του πρότυπου χιλιογράμμου, το οποίο αποτελείται από μια κυλινδρική μάζα ιριδιούχου λευκόχρυσου, που κατασκευάστηκε το 1889 και φυλάσσεται στο Διεθνές Γραφείο Μέτρων και Σταθμών (Σέβρες, Γαλλία) και από το 1901 θεωρείται επίσημα το πρότυπο της μονάδας μέτρησης. Πολλαπλάσιο του κ. είναι ο τόνος (1.000 κ.) και υποπολλαπλάσια –εκτός από το γραμμάριο– το χιλιοστόγραμμο (1/1.000 του γραμμαρίου) και το γάμα (1γ = 0,000001 γραμμάρια). Μια αυθαίρετη υποδιαίρεση του κ. είναι το καράτι (0,200 γραμμάρια), με το οποίο μετράται η μάζα του χρυσού και των πολύτιμων λίθων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χιλιόγραμμο — το, Ν 1. μετρολ. μονάδα μάζας και βάρους τού Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg, ισοδύναμη με χίλια γραμμάρια, κν. κιλό 2. φρ. α) «χιλιόγραμμο ανά μέτρο» μετρολ. μονάδα γραμμικής μάζας τού Διεθνούς Συστήματος ισοδύναμη με τη γραμμική μάζα… …   Dictionary of Greek

  • κιλό — το 1. μονάδα βάρους τών σωμάτων που ισοδυναμεί με χίλια γραμμάρια, το χιλιόγραμμο 2. το βάρος (α. «πόσα κιλά έχει;» πόσο ζυγίζει; β. «πρέπει να χάσει πολλά κιλά ακόμη» πρέπει να αδυνατίσει) 3. φρ. «με το κιλό» σε μεγάλη ποσότητα, με το σωρό… …   Dictionary of Greek

  • κιλό — το (λ. γαλλ.), χιλιόγραμμο, βάρος χιλίων γραμμαρίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιλιόγραμμο — το βάρος χιλίων γραμμαρίων, κιλό: Βάλτε μου πέντε χιλιόγραμμα αλεύρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”